Σάββατο 19 Απριλίου 2014

Οι θέσεις εισακτέων αυξήθηκαν κυρίως σε ιδρύματα της περιφέρειας



Με την πρόσφατη ανακοίνωση της αύξησης του αριθμού των εισακτέων ο Υπουργός Παιδείας, επισήμανε ότι η «μικρή» αυτή αύξηση έγινε, μεταξύ άλλων, «για να μπορέσει αυτή η χώρα σταματήσει να «παράγει» ανέργους πτυχιούχους, ή πτυχιούχους χωρίς δεξιότητες και επάρκεια.» Παρατηρώ ότι η αύξηση δεν είναι μικρή, αλλά πιο κρίσιμο ζήτημα αποτελεί το ότι,  με τον τρόπο που έγινε, όχι μόνο δε θα λύσει το τεράστιο πρόβλημα της ανεργίας, αλλά ίσως το επιτείνει.
Κατ’αρχήν η χαρακτηρισθείσα ως «μικρή» αύξηση των εισακτέων (μεγαλύτερη του 15% για περίπου 50 πανεπιστημιακά τμήματα σε όλη τη χώρα), αφορά κυρίως σε πανεπιστήμια της περιφέρειας: ενώ ο αριθμός των εισακτέων μειώθηκε στα πανεπιστημιακά ιδρύματα Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης (εξαίρεση αποτελούν η Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο και το Χαροκόπειο), ο αριθμός των εισακτέων αυξήθηκε σε όλα ανεξαιρέτως τα πανεπιστήμια της περιφέρειας. Ο ανορθολογικός τρόπος με τον οποίο σημειώθηκαν οι αλλαγές στον αριθμό των εισακτέων, θα διοχετεύσει σημαντικό μέρος των νέων από τα μεγάλα αστικά κέντρα σε ΑΕΙ της περιφέρειας. Δυστυχώς η ανακατανομή αυτή των εισακτέων έγινε χωρίς να ληφθούν υπόψη οι δυνατότητες που έχουν τα περιφερειακά ΑΕΙ να υποδεχθούν τους νέους φοιτητές και οι πρωτοετείς θα βρεθούν φέτος μπροστά σε αμφιθέατρα και εργαστήρια στα οποία δε θα χωρούν. 

 
Συγκεκριμένα: τα πανεπιστήμια σε Αττική και Κεντρική Μακεδονία -τα οποία διαθέτουν το 62% των καθηγητών- θα δεχθούν μόλις το 46% των εισακτέων. Ενώ λοιπόν τα δύο μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας διαθέτουν σχεδόν τα 2/3 των πανεπιστημιακών καθηγητών, το Υπουργείο Παιδείας κρατά τον αριθμό των εισακτέων στα ιδρύματα αυτά χαμηλό (46% των εισακτέων), αναγκάζοντας πολλούς νέους να μετακινηθούν στα ΑΕΙ της περιφέρειας. Παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς, ακόμα και μετά τις μετεγγραφές, το ποσοστό των ενεργών φοιτητών στις δύο μεγάλες περιφέρειες της χώρας παραμένει σήμερα μικρότερο από το ποσοστό των πανεπιστημιακών καθηγητών στις ίδιες περιφέρειες (στοιχεία Υπ. Παιδείας για τον αριθμό των φοιτητών στα πρώτα ν έτη σπουδών το ακαδ. έτος 2011-2012). Πριν από λίγα χρόνια, η μετακίνηση των φοιτητών σε άλλα μέρη της Ελλάδος θεωρείτο από πολλούς θετικό μέτρο. Στην παρούσα οικονομική συγκυρία όμως, η αναγκαστική τους μετακίνηση, με βάση το σχέδιο του Υπουργείου για τους εισακτέους, απλά επιβαρύνει περαιτέρω την ελληνική οικογένεια.
Το πρόβλημα όμως δεν είναι μόνο οικονομικό αλλά πρωτίστως πρόβλημα ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Τα ΑΕΙ της περιφέρειας, τα περισσότερα των οποίων είναι νέα ιδρύματα, συχνά με ελλειπείς υποδομές, ενοικιαζόμενα κτίρια και μικρή χρηματοδήτηση, θα δεχτούν φοιτητές σε αριθμό πολλαπλάσιο από αυτόν που μπορούν να διαχειριστούν. Σε αυτά δεν υπάρχει ικανός αριθμός καθηγητών, διδακτικού και εργαστηριακού προσωπικού, αλλά και εργαστηριακών υποδομών, για να υπηρετήσουν τον μεγάλο αριθμό εισακτέων που ορίζει το Υπουργείο. Οι νέοι, οι οποίοι προσπάθησαν να εισαχθούν στη σχολή της προτίμησής τους και τρέφουν πολλές ελπίδες για τις σπουδές τους, θα διαπιστώσουν ότι δε χωράνε στα αμφιθέατρα, και μακριά από την εστία τους, αποτελούν τμήμα σε μια λαοθάλασσα φοιτητών που αδυνατεί να έχει ουσιαστική επικοινωνία με τους διδάσκοντες.
Στα καλά πανεπιστήμια του εξωτερικού, με αναλογία φοιτητών προς καθηγητές 8:1, η δυνατότητα επικοινωνίας του φοιτητή με τους διδάσκοντες σε εβδομαδιαία βάση θεωρείται σημαντική και αποτελεί προτεραιότητα των πανεπιστημίων. Στην Ελλάδα, με αναλογία φοιτητών προς καθηγητές 35:1 - 50:1, τέτοιες σχέσεις επικοινωνίας  επιτυγχάνονται σε ελάχιστες περιπτώσεις. Πως λοιπόν περιμένει το Υπουργείο να αποκτήσουν οι νέοι τις ουσιαστικές γνώσεις που απαιτούνται για να αντιμετωπίσουν στη συνέχεια μια αγορά εργασίας που γίνεται ολοένα και δυσκολότερη;
Το Υπουργείο πρέπει να κατανοήσει ότι αυξάνοντας τον αριθμό των εισακτέων χωρίς να εξετάσει τις προϋποθέσεις για την ουσιαστική φοίτησή τους:
1)    Αποπροσανατολίζει τους νέους, καθώς τους υπόσχεται σπουδές, ενώ στην πραγματικότητα αρκετοί δεν θα έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν τα μαθήματα λόγω έλλειψης χώρου, υποδομών και προσωπικού. 
2)    Φέρνει τα Πανεπιστήμια στα όριά τους καθώς μειώνεται το εκπαιδευτικό προσωπικό και δεν υπάρχουν κονδύλια για νέες αίθουσες διδασκαλίας και εργαστηριακό εξοπλισμό που θα εξυπηρετούσαν τον δυσανάλογα μεγάλο αριθμό των φοιτητών.
3)    Δημιουργεί ασφυκτικές συνθήκες για τους φοιτητές οι οποίοι δεν έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν την σχέση που απαιτείται με τους διδάσκοντες για τη σωστή μόρφωσή τους.
4)    Επιβαρύνει περαιτέρω επαγγελματικούς κλάδους προ πολλού κορεσμένους, με συνέπεια πολλοί νέοι (συχνά οι καλύτεροι) να μεταναστεύουν στο εξωτερικό.
Πρέπει, επί τέλους, το Υπουργείο να σεβαστεί τα Πανεπιστήμια και τους νέους. Χωρίς ουσιαστική οικονομική ενίσχυση για διδακτικό και εργαστηριακό προσωπικό, κτιριακές και εργαστηριακές υποδομές και φοιτητική μέριμνα, δεν παρέχονται στους νέους οι προϋποθέσεις για να σπουδάσουν. Έτσι δεν θα αποκτήσουν τα απαραίτητα εφόδια για να συμβάλουν με ουσιαστικό τρόπο στην ανάπτυξη της χώρας.

Δάφνη Μανουσάκη
Επίκουρη Καθηγήτρια, Σχολή ΗΜΜΥ, Πολυτεχνείο Κρήτης, Assist. Prof, Vanderbilt University (2004-2008), Ph.D. University of Washington, B.A. University of Oxford, και
Πρόεδρος του Ενιαίου Συλλόγου ΔΕΠ του Πολυτεχνείου Κρήτης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου